- συνεσκιασμένος
- συσκιάζωshade quite overperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
осѣненыи — (6*) прич. страд. прош. 1.Затененный. Перен.: гаданиѥ же ѥсть слово ѡсѣнено и причтено по ре(ч)номѹ (συνεσκιασμένος) ГА XIV1, 74г; сказавыи пре(д) симь. моисѣю б҃ъ. егда о си(х) заповѣдаше. смотри бо рече да створиши все по образу. иже показа(н)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνεσκιασμένως — ΜΑ επίρρ. 1. σκοτεινά, αινιγματικά («προφητεία ἦν... συνεσκιασμένως ἀπαγγεῑλαι ἔδει», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. όχι καθαρά, συγκεχυμένα («ἀσαφῶς καὶ ἀπαιδεύτως καὶ συνεσκιασμένως γράφεις», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκιασμένος τού… … Dictionary of Greek